- στράτα
- στράτᾱ , στρατάω% 2pres imperat act 2nd sgστράτᾱ , στρατάω% 2imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… … Dictionary of Greek
στράτα — η (λ. λατ.) 1. δρόμος. 2. «Το μικρό παιδί κάνει στράτα», αρχίζει να κάνει τα πρώτα του βήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στράταν — στράτᾱν , στρατάω% 2 imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στράτᾱν , στρατάω% 2 imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταγέ — στρατᾱγέ , στρατηγός leader masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταγῶ — στρατᾱγῶ , στρατηγός leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταγῶν — στρατᾱγῶν , στρατηγός leader masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταγόν — στρατᾱγόν , στρατηγός leader masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταγός — στρατᾱγός , στρατηγός leader masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράτας — στράτᾱς , στρατάω% 2 imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληστρατίζω — και αλλοστρατίζω αλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο * + στράτα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα] … Dictionary of Greek